Νανόχηνα

Επιστημονικό όνομα: Anser erythropus

Περιγραφή

Πρόκειται για μια μικρόσωμη χήνα, το σώμα της οποίας φθάνει σε μήκος τα 53 - 65 εκατοστά. Το φτέρωμά της είναι σκοτεινόχρωμο καφέ - γκρι, με μαύρες ραβδώσεις στην κοιλιά. Το ράμφος της είναι ροδόχρωμο, μικρό και κοντό, τα πόδια της πορτοκαλόχρωμα, ενώ οι φτερούγες, όταν είναι κλειστές, ξεπερνούν την άκρη της ουράς. Στα κύρια μορφολογικά γνωρίσματά της συγκαταλέγονται, επίσης, το λευκό χρώμα από τη βάση του ράμφους έως το μέτωπό της και ο κίτρινος δακτύλιος γύρω από το μάτι. Τα νεαρά άτομα έχουν και αυτά τον κίτρινο δακτύλιο, αλλά, συνήθως, τους λείπουν το λευκό στη βάση του ράμφους και οι μαύρες ραβδώσεις στην κοιλιά. Τα γνωρίσματα αυτά βοηθούν στη διάκριση της νανόχηνας από τη μεγαλύτερή της ασπρομέτωπη χήνα (Anser albifrons) με την οποία έχει πολλές ομοιότητες. Συχνά, οι νανόχηνες αναμιγνύονται στα κοπάδια των ασπρομέτωπων χηνών και, μολονότι το κυνήγι της νανόχηνας απαγορεύεται, επιτρέπεται το κυνήγι της ασπρομέτωπης, γεγονός που καθιστά απαραίτητη τη δυνατότητα διάκρισης των δύο ειδών, ώστε να ελαχιστοποιηθεί η πιθανότητα της κατά λάθος θανάτωσης νανόχηνας στο κυνήγι.

Η νανόχηνα είναι ένα μεταναστευτικό είδος, οι μεταναστευτικές οδοί του οποίου στάθηκε δυνατόν να ανιχνευθούν μόλις πρόσφατα, χάρη στη σύγχρονη τεχνολογία. Αργά τον Αύγουστο ή νωρίς τον Σεπτέμβριο, η νανόχηνα εγκαταλείπει τις περιοχές όπου αναπαράγεται στη Βόρεια Σκανδιναβία και στην Αρκτική Ρωσία. Το δυτικό τμήμα του πληθυσμού (περίπου τα μισά άτομα) μεταναστεύει μέσω του Βορειοδυτικού Καζακστάν προς τις περιοχές διαχείμασης στην Κασπία ή και στη Μαύρη Θάλασσα, οι οποίες, όμως, στο μεγαλύτερο μέρος τους είναι ακόμη άγνωστες. Το ανατολικό τμήμα του πληθυσμού ξεχειμωνιάζει κυρίως στην Κίνα (ιδίως στα ανατολικά της προστατευόμενης περιοχής της λίμνης Dongting). Το ταξίδι της επιστροφής ξεκινά τον Φεβρουάριο και ολοκληρώνεται περίπου στα μέσα Μαΐου έως τα τέλη Ιουνίου. Η νανόχηνα φωλιάζει στην αρκτική τούνδρα και αναζητά την τροφή της σε ελώδεις εκτάσεις. Παρότι εκτός αναπαραγωγικής περιόδου ζει σε αποικίες, κατά την αναπαραγωγή τα ζευγάρια απομονώνονται. Κατά τη μετανάστευση προτιμά τα αλμυρά έλη, τα παράκτια λιβάδια και τις καλλιεργούμενες εκτάσεις.

Σήμερα, η νανόχηνα είναι η σπανιότερη χήνα της Ευρώπης και ένα από τα παγκοσμίως απειλούμενα είδη, οι πληθυσμοί του οποίου έχουν μειωθεί περισσότερο από 90% μετά το 1940. Αν και έως το 1960 αποτελούσε ένα από τα πιο πολυπληθή αναπαραγόμενα είδη (ο παγκόσμιος πληθυσμός του αριθμούσε περίπου 100.000 άτομα), σήμερα, ο παγκόσμιος πληθυσμός του είδους δεν ξεπερνά τα 28.000 - 33.000 άτομα, ενώ ο συνολικός αναπαραγόμενος πληθυσμός εκτιμάται σε 2.750 - 4.600 ζευγάρια. Οι λόγοι αυτής της μείωσης δεν είναι πλήρως γνωστοί, όπως δεν είναι πλήρως γνωστή και η οικολογία του είδους. Λείπουν ακόμη βασικές γνώσεις για τους μεταναστευτικούς δρόμους, τους τόπους στάθμευσης και διαχείμασης, καθώς και τα μέτρα προστασίας που πρέπει να ληφθούν σε αυτούς τους τόπους. Λόγω των κενών της γνώσης για το είδος, τα μέτρα προστασίας που εφαρμόζονται δεν είναι όσο αποτελεσματικά θα έπρεπε και, έτσι, για τη διατήρηση της νανόχηνας απαιτείται περισσότερη έρευνα και παρακολούθηση.

Σύμφωνα με το Διεθνές Σχέδιο Δράσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το είδος, οι κυριότερες απειλές, σε παγκόσμια κλίμακα, είναι οι ακόλουθες:

  1. Υψηλή θνησιμότητα λόγω κυνηγιού και λαθροθηρίας. Αν και είναι πολύ δύσκολο να εντοπισθούν τα περιστατικά παράνομης θήρευσης, τον Δεκέμβριο του 2007 επιβεβαιώθηκε ένα τέτοιο περιστατικό στη λίμνη Κερκίνη και είναι πιθανό να υπάρχουν τυχαία περιστατικά θανάτωσης ατόμων του είδους. Η εκτίμηση αυτή προκύπτει από το γεγονός ότι οι νανόχηνες τρέφονται ή μετακινούνται μαζί με άλλα είδη χηνών και η διάκρισή τους από απόσταση είναι εξαιρετικά δύσκολη.
  2. Απώλεια και υποβάθμιση των ενδιαιτημάτων στάθμευσης κατά τη μετανάστευση και των ενδιαιτημάτων ξεχειμωνιάσματος. Σε αντίθεση με τα άλλα είδη χηνών, η νανόχηνα τρέφεται σχεδόν αποκλειστικά σε φυσικά λιβάδια, στέπες και ελώδεις εκτάσεις. Πρόκειται για εκτάσεις οι οποίες, σε όλη την Ευρώπη, είτε έχουν μετατραπεί σε καλλιέργειες, είτε έχουν αποξηρανθεί. Στην Ελλάδα για παράδειγμα, από τις αρχές του 20ου αιώνα έχει αποξηρανθεί το 60 - 70% των υγροτόπων της χώρας.
  3. Ενόχληση από ανθρώπινες δραστηριότητες. Ανθρώπινες δραστηριότητες, όπως η κίνηση των τροχοφόρων, ο τουρισμός, η γεωργία και το κυνήγι, ακόμη κι αν δεν έχουν στόχο τις ίδιες τις νανόχηνες, τις τρομάζουν και τις αναγκάζουν να μετακινηθούν σε ακατάλληλες και μη ασφαλείς περιοχές για να τραφούν και να κουρνιάσουν. Η μετακίνηση αυτή προκαλεί, επίσης, απώλεια ενέργειας, ενώ όταν τρομάξουν μπορεί να πετάξουν σε περιοχές όπου η κυνηγετική πίεση είναι υψηλή.
  4. Αρνητικοί παράγοντες στις περιοχές φωλιάσματος που μειώνουν την αναπαραγωγική τους επιτυχία. Οι συνθήκες (τροφή, θέσεις κουρνιάσματος, όχληση) που επικρατούν στις περιοχές διαχείμασης και στις περιοχές στάθμευσης κατά τη μετανάστευση είναι πολύ σημαντικές για την αναπαραγωγική επιτυχία της νανόχηνας και κατ' επέκταση για τη σταδιακή αύξηση του πληθυσμού, ώστε να ξεπεράσει το κρίσιμα χαμηλό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται σήμερα.

Εξάπλωση

Η νανόχηνα φωλιάζει κατά μήκος μιας στενής ζώνης της τούνδρας που ξεκινά από τη Σκανδιναβία και εκτείνεται κατά μήκος της Σιβηρίας, έως τον Βερίγγειο Πορθμό. Οι κυριότερες περιοχές αναπαραγωγής βρίσκονται στην Ανατολική Σιβηρία (όπου εκτιμάται ότι φωλιάζει ο μισός περίπου αναπαραγόμενος πληθυσμός) και στη χερσόνησο Taimyr της Κεντρικής Σιβηρίας. Ένα μικρό, γενετικά διαφοροποιημένο τμήμα του παγκόσμιου πληθυσμού αποτελεί ο ευρωπαϊκός πληθυσμός που φωλιάζει στις βόρειες περιοχές της Σκανδιναβικής Χερσονήσου και αριθμεί μόλις 20 - 30 ζευγάρια. Ο πληθυσμός αυτός υπολογιζόταν σε περισσότερα από 10.000 άτομα στις αρχές του 20ου αιώνα και εκτιμάται ότι τα τελευταία 60 χρόνια μειώθηκε κατά 98%. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, η μέση ετήσια μείωση έφθασε περίπου το 5%, ενώ τα πολύ πρόσφατα έτη διαφαίνεται κάποια σταθεροποίηση του πληθυσμού.

Στην Ελλάδα, οι νανόχηνες παρατηρούνται από τον Οκτώβριο έως τον Μάρτιο και προέρχονται από τον πληθυσμό που αναπαράγεται στη Σκανδιναβία. Παλαιότερες παρατηρήσεις του είδους στο δέλτα του Σπερχειού και στην Αττική μαρτυρούν μια ευρύτερη εξάπλωση του είδους στη χώρα μας κατά το παρελθόν. Η νανόχηνα καταγράφηκε για πρώτη φορά το 1859 στην Αττική (πιθανώς στο Φαληρικό Δέλτα). Η πρώτη τεκμηριωμένη αναφορά στις αρχές του 20ου αιώνα προέρχεται από το δέλτα του Σπερχειού. Από τότε, όλες οι αναφορές για την παρουσία του είδους στην Ελλάδα προέρχονται από υγροτόπους της Μακεδονίας (λίμνη Κορώνεια, εκβολές Στρυμόνα κ.λπ.) και της Θράκης. Τα τελευταία έτη, οι περισσότερες αναφορές προέρχονται από τη λίμνη Κερκίνη και υγροτόπους της Θράκης (κυρίως δέλτα Έβρου και λίμνη Ισμαρίδα).

Η Ελλάδα κατέχει σημαντική θέση στην ευρωπαϊκή μεταναστευτική διαδρομή της νανόχηνας. Από μετρήσεις και παρατηρήσεις δακτυλιωμένων ατόμων γνωρίζουμε ότι στη χώρα έρχεται το σύνολο σχεδόν του ευρωπαϊκού πληθυσμού και παραμένει για τέσσερις περίπου μήνες. Τα πρώτα πουλιά εμφανίζονται στη λίμνη Κερκίνη στα τέλη Οκτωβρίου με αρχές Νοεμβρίου και παραμένουν εκεί έως τα μέσα Δεκεμβρίου. Στη συνέχεια, πετούν προς τα ανατολικά για να περάσουν τον υπόλοιπο χειμώνα στο δέλτα του Έβρου, όπου και παραμένουν έως τα τέλη Φεβρουαρίου ή αρχές Μαρτίου. Την ίδια περίοδο, λιγοστά άτομα παρατηρούνται και σε άλλους υγροτόπους της Βόρειας Ελλάδας, όπως στο δέλτα του Νέστου και στη λίμνη Ισμαρίδα. Σε αντίθεση με άλλα είδη χηνών, η παρουσία της νανόχηνας είναι σχεδόν τακτική κάθε χειμώνα και δεν εξαρτάται τόσο από τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν στα Βαλκάνια και στη Μαύρη Θάλασσα.

Καθεστώς προστασίας

Πρόκειται για ένα παγκοσμίως απειλούμενο είδος, το οποίο προστατεύεται σύμφωνα με την εθνική, ευρωπαϊκή και διεθνή νομοθεσία. Συγκεκριμένα, περιλαμβάνεται στο Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Σπονδυλόζωων της Ελλάδας και στο Κόκκινο Βιβλίο Απειλούμενων Ειδών της Παγκόσμιας Ένωσης για την Προστασία της Φύσης (ΙUCN). Προστατεύεται, επίσης, από την Οδηγία 79/409/ΕΟΚ, από τη Σύμβαση της Βόννης για τη διατήρηση των μεταναστευτικών ειδών των άγριων ζώων (1979) και από τη Σύμβαση της Βέρνης για τη διατήρηση της άγριας ζωής και του φυσικού περιβάλλοντος της Ευρώπης (1979).

Home   Close