Επιστημονικό όνομα: Aegypius monachus
Περιγραφή
Ο μαυρόγυπας είναι ο μεγαλύτερος γύπας της Ευρώπης, με άνοιγμα φτερών που φθάνει τα 3 μέτρα. Η ουρά του είναι κοντή και οι φτερούγες του, τις οποίες κρατά επίπεδες κατά το πέταγμα, πλατιές. Τα νεαρά άτομα έχουν μαύρο χρώμα, ενώ τα ενήλικα καστανόμαυρο, με καστανόχρωμη τραχηλιά γύρω από τον λαιμό.
Πρόκειται για είδος που δεν μεταναστεύει, σπανίως πετά μακριά από την περιοχή αναπαραγωγής του και ζευγαρώνει δια βίου, δηλαδή σχηματίζει μόνιμα ζευγάρια. Από τον Ιανουάριο, το ζευγάρι ξεκινά τις αναπαραγωγικές πτήσεις πάνω από τη φωλιά του, την οποία κατασκευάζουν από κοινού θηλυκό και αρσενικό, και μπορεί να φθάσει σε ύψος το 1 μέτρο και σε πλάτος τα 2 μέτρα (έπειτα από πολυετή χρήση). Οι μαυρόγυπες κατασκευάζουν τη φωλιά τους στις κορυφές ώριμων δένδρων ή σε βράχια (το τελευταίο είναι εξαιρετικά σπάνιο στην Ευρώπη, αλλά πολύ συχνό στην Ασία). Φωλιάζουν σε μικρές ομάδες, δημιουργώντας αποικίες σε απομονωμένες περιοχές. Αναπαράγονται με αργούς ρυθμούς, δεν γεννούν κάθε έτος και η επιτυχία της αναπαραγωγής εξαρτάται, κυρίως, από την εξασφάλιση ησυχίας στον χώρο γύρω από τη φωλιά και τη διαθέσιμη τροφή. Το θηλυκό γεννά στα τέλη Φεβρουαρίου - αρχές Μαρτίου ένα μόνο αβγό, το οποίο επωάζουν και οι δύο γονείς για διάστημα περίπου 60 ημερών. Το μικρό ανεξαρτητοποιείται σε ηλικία 3,5 μηνών, ενώ είναι ώριμο για αναπαραγωγή στην ηλικία των 5 - 6 ετών.
Ο μαυρόγυπας τρέφεται με νεκρά ζώα, τα οποία εντοπίζει πετώντας χαμηλά πάνω από αραιά δάση. Λόγω του ισχυρού του ράμφους, έχει πλεονέκτημα έναντι των άλλων γυπών στη διεκδίκηση της τροφής, αφού ανοίγει πρώτος το σκληρό δέρμα των νεκρών ζώων και καταναλώνει τα σκληρά τους μέρη. Εντοπίζει τα ψοφίμια με τη βοήθεια της ισχυρής του όρασης ή με τη βοήθεια άλλων νεκροφάγων ζώων, η παρουσία των οποίων υποδηλώνει την ύπαρξη τροφής (π.χ. κοράκια). Σπάνια κυνηγά ζωντανή λεία, έχει όμως παρατηρηθεί ότι κλέβει τη λεία άλλων αρπακτικών. Για παράδειγμα, παρακολουθεί τη θήρευση χελωνών από τον χρυσαετό και όταν η χελώνα κείτεται σπασμένη στο έδαφος από τη ρίψη του αετού, οι μαυρόγυπες συγκεντρώνονται και την τρώνε.
Σήμερα, ο μαυρόγυπας είναι παγκοσμίως απειλούμενο είδος με μεγάλη μείωση των πληθυσμών του και τοπικές εξαφανίσεις σε ολόκληρο το εύρος της εξάπλωσής του. Οι σπουδαιότεροι από τους παράγοντες που συνέβαλαν στη μείωση των πληθυσμών του παγκοσμίως, αλλά και στην εξαφάνιση του είδους από το μεγαλύτερο τμήμα της ελληνικής υπαίθρου, συνοψίζονται στους ακόλουθους:
- Αλλαγές στις πρακτικές κτηνοτροφίας και κυρίως η μετάβαση από τα ζώα ελεύθερης βοσκής στα εσταυλισμένα ζώα. Η νέα πρακτική επέφερε μείωση της λείας τους στη φύση, με αρνητικές συνέπειες στους πληθυσμούς. Στην Ελλάδα, ως μέτρο αντιμετώπισης της απώλειας αφθονίας τροφής στο δάσος της Δαδιάς και στον ορεινό Έβρο, το 1987 ιδρύθηκε χώρος συμπληρωματικής τροφοδοσίας των γυπών, κοντά στο χωριό της Δαδιάς. Το μέτρο αυτό συνέβαλε στην αύξηση και σταθεροποίηση του πληθυσμού των μαυρόγυπων, από 25 άτομα το 1980, σε περίπου 100 άτομα τα τελευταία 5 έτη.
- Εκτεταμένη χρήση δηλητηριασμένων δολωμάτων για την καταπολέμηση ειδών άγριας πανίδας που στο παρελθόν διώκονταν ως επιβλαβή ζώα για την αγροτική παραγωγή (π.χ. μεγάλων και μικρών σαρκοφάγων ζώων, όπως λύκων, τσακαλιών, αλεπούδων, κουναβιών και ασβών, καθώς και πουλιών, όπως αετών και κορακοειδών). Οι μαζικές θανατώσεις γυπών που τρέφονταν με τα δηλητηριασμένα νεκρά ζώα οδήγησαν στον περιορισμό των πληθυσμών τους σε ελάχιστες περιοχές της Ευρώπης και της Ελλάδας. Παρότι ο όρος επιβλαβές ζώο δεν αναφέρεται πλέον επίσημα και η χρήση δηλητηριασμένων δολωμάτων είναι απαγορευμένη στην Ελλάδα από το 1993, τα δηλητηριασμένα δολώματα συνεχίζουν να τοποθετούνται παράνομα στην ύπαιθρο. Τα δηλητηριασμένα ζώα που αφήνονται ανεξέλεγκτα στη φύση αποτελούν παγίδες θανάτου για τους ελάχιστους γύπες που έχουν απομείνει στην Ελλάδα και μάλιστα για τους μοναδικούς μαυρόγυπες του δάσους της Δαδιάς.
- Μείωση των κατάλληλων για φωλεοποίηση ώριμων δένδρων, λόγω εκμετάλλευσης των δασών για παραγωγή ξύλου, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη διατήρησης των γέρικων δένδρων για το φώλιασμα των γυπών.
Εξάπλωση
Ο μαυρόγυπας εξαπλώνεται στην Ευρώπη και την Ασία. Σήμερα, αναπαράγεται στην Ισπανία, τη Βουλγαρία, την Ελλάδα, την Τουρκία, την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, την Ουκρανία, τη Ρωσία, το Ουζμπεκιστάν, το Καζακστάν, το Τατζικιστάν, το Τουρκμενιστάν, το Ιράν, το Αφγανιστάν, τη Βόρεια Ινδία, το Βόρειο Πακιστάν, τη Μογγολία και την ηπειρωτική Κίνα, ενώ ένας μικρός πληθυσμός του έχει επανεισαχθεί στη Γαλλία. Ευκαιριακά, αναπαράγεται στην Πορτογαλία, την ΠΓΔΜ και την Αλβανία, ενώ δεν αναπαράγεται πια στη Σλοβενία, την Ιταλία, την Κύπρο, τη Μολδαβία και τη Ρουμανία.
Στις περισσότερες χώρες, οι πληθυσμοί του εξακολουθούν να φθίνουν (κυρίως στην Ασία), ενώ σε κάποιες άλλες παραμένουν σταθεροί ή εμφανίζουν μικρή αύξηση. Στην Ευρώπη, μεταξύ των ετών 1990 - 2000, ο πληθυσμός του είδους παρουσίασε αύξηση της τάξης του 30%, ως αποτέλεσμα των μέτρων διατήρησης που εφάρμοσαν οι διάφορες χώρες. Σήμερα, ο παγκόσμιος πληθυσμός του μαυρόγυπα εκτιμάται στα 7.200 - 10.000 ζευγάρια. Από αυτά, τα 1.700 - 1.900 ζευγάρια απαντούν στην Ευρώπη και τα 5.500 - 8.000 ζευγάρια στην Ασία.
Στην Ελλάδα, στο Δάσος Δαδιάς - Λευκίμμης - Σουφλίου, απαντά ο μοναδικός πληθυσμός του μαυρόγυπα στη ΝΑ Ευρώπη, με 90 - 100 άτομα και 20 - 22 αναπαραγωγικά ζευγάρια. Το είδος ήταν κάποτε διαδεδομένο και πιθανώς πολυάριθμο στην ηπειρωτική χώρα, ενώ φώλιαζε και σε ορισμένα νησιά (όπως στα Κύθηρα, στη Λευκάδα και πιθανώς στη Ρόδο). Για την Κρήτη, υπάρχουν αναφορές παρουσίας του μαυρόγυπα κατά τη δεκαετία του 1940 και κάποιες ανεπιβεβαίωτες αναφορές στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Αν και δεν βρέθηκε ποτέ φωλιά, κρίνοντας από την ύπαρξη κατάλληλων ενδιαιτημάτων και από την παρουσία του όρνιου στο νησί, είναι πολύ πιθανό ο μαυρόγυπας να φώλιαζε και στην Κρήτη. Ακολούθησε μια μεγάλη μείωση του είδους τις 4 - 5 τελευταίες δεκαετίες, με αποτέλεσμα, στα τέλη της δεκαετίας 1980, να υπάρχουν μόνο δύο αποικίες του είδους, στον Όλυμπο και στη Δαδιά. Η αποικία, όμως, στον Όλυμπο αποδεκατίσθηκε εξαιτίας της χρήσης δηλητηριασμένων δολωμάτων και, έτσι, η μοναδική αποικία σήμερα είναι αυτή της Δαδιάς.
Καθεστώς προστασίας
Πρόκειται για παγκοσμίως απειλούμενο είδος, το οποίο προστατεύεται από την εθνική, ευρωπαϊκή και διεθνή νομοθεσία. Συγκεκριμένα, περιλαμβάνεται στο Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Σπονδυλόζωων της Ελλάδας ως άμεσα κινδυνεύον είδος και στο Κόκκινο Βιβλίο Απειλούμενων Ειδών της Παγκόσμιας Ένωσης για την Προστασία της Φύσης (ΙUCN) ως σχεδόν απειλούμενο είδος και προστατεύεται σύμφωνα με το Π.Δ. 67/81, την Οδηγία 79/409/ΕΟΚ, τη Σύμβαση της Βόννης για τη διατήρηση των μεταναστευτικών ειδών των άγριων ζώων (1979), τη Σύμβαση της Βέρνης για τη διατήρηση της άγριας ζωής και του φυσικού περιβάλλοντος της Ευρώπης (1979) και τη Σύμβαση της Ουάσιγκτον για το διεθνές εμπόριο των απειλούμενων ειδών άγριας πανίδας και χλωρίδας (CITES, 1973).