Σύμφωνα με τη Σύμβαση Ραμσάρ, «υγρότοποι είναι φυσικές ή τεχνητές περιοχές αποτελούμενες από έλη με ξυλώδη βλάστηση, από μη αποκλειστικώς ομβροδίαιτα έλη με τυρφώδες υπόστρωμα, από τυρφώδεις γαίες ή από νερό. Οι περιοχές αυτές κατακλύζονται μόνιμα ή προσωρινά με νερό, το οποίο είναι στάσιμο ή ρέον, γλυκό, υφάλμυρο ή αλμυρό. Σε αυτές περιλαμβάνονται και εκείνες που καλύπτονται με θαλασσινό νερό, το βάθος του οποίου κατά τη ρηχία δεν υπερβαίνει τα έξι μέτρα». Κατά την ίδια Σύμβαση, στους υγροτόπους μπορούν να ενταχθούν και «οι παρόχθιες ή παράκτιες ζώνες που γειτονεύουν με υγροτόπους ή με νησιά ή με θαλάσσιες υδατοσυλλογές και που είναι βαθύτερες μεν από έξι μέτρα κατά τη ρηχία, αλλά βρίσκονται μέσα στα όρια του υγροτόπου, όπως αυτός ορίζεται παραπάνω».
Οι υγρότοποι είναι από τους πιο πολύτιμους πόρους του πλανήτη μας. Στηρίζουν μακριές τροφικές αλυσίδες, οι οποίες σχηματίζουν πολύπλοκα τροφικά πλέγματα. Αυτό είναι πιο έκδηλο όταν σε μια περιοχή συνυπάρχουν πολλοί τύποι υγροτοπικών συστημάτων όπως για παράδειγμα η περίπτωση του υγροτοπικού συμπλέγματος που σχηματίζουν το Δέλτα του Νέστου, οι Λίμνες Βιστονίδα και Ισμαρίδα καθώς και οι λιμνοθάλασσες και μικρότερες λίμνες της περιοχής.
Υπάρχουν διάφοροι τρόποι ταξινόμησης των υγροτόπων σε τύπους, π.χ. ανάλογα με τη ρέουσα ή στάσιμη φύση των νερών, την αλατότητα του νερού, τη γειτνίασή τους με θάλασσα, το υπόστρωμά τους, με το αν είναι φυσικοί ή τεχνητοί κ.λπ. Οι πολύ γενικές κατηγορίες στις οποίες συνηθίζεται να χωρίζονται οι υγρότοποι στην Ελλάδα είναι: δέλτα, έλη, λίμνες, λιμνοθάλασσες, πηγές, εκβολές, ποταμοί, τεχνητές λίμνες.
Στην επικαιροποιημένη απογραφή των ελληνικών υγροτόπων του Ελληνικού Κέντρου Βιοτόπων Υγροτόπων (Φυτώκα κ.ά. 2000) αναφέρονται 411 υγρότοποι στην Ελλάδα, οι περισσότεροι εκ των οποίων (2/3) βρίσκονται στη βόρεια Ελλάδα. Η απογραφή των υγροτόπων των νησιών του Αιγαίου από το WWF Eλλάς (Κατσαδωράκης και Παραγκαμιάν 2007) εντόπισε 352 υγροτόπους σε 51 νησιά και νησίδες του Αιγαίου εκτός της Κρήτης, εκ των οποίων περισσότεροι από τους μισούς είναι μικρότεροι των 10 στρεμμάτων. Οι υγρότοποι της χώρας είναι πολλοί, πολλών τύπων και πλούσιοι σε βιοποικιλότητα. Οι σημαντικότεροι 10 υγρότοποι έχουν χαρακτηρισθεί ως Υγρότοποι Διεθνούς Σημασίας σύμφωνα με τη Σύμβαση Ραμσάρ και έχουν περληφθεί στους φορείς διαχείρισης προστατευόμενων περιοχών που ιδρύθηκαν με τον Ν. 3044/2002.
Οι ανθρώπινες δραστηριότητες που ασκούνται στους υγροτόπους αλλά και στη λεκάνη απορροής τους έχουν επιπτώσεις σε αυτούς. Πριν από δύο γενιές το κύριο αίτιο που απειλούσε τους υγροτόπους της Ελλάδας ήταν οι ολοκληρωτικές αποξηράνσεις ιδίως των ελών. Σήμερα, αντίθετα, για μερικούς από τους υγροτόπους που έχουν αποξηρανθεί, οι τοπικοί πληθυσμοί εκφράζουν επιθυμίες αποκατάστασης.
Πριν από 70 έτη η Ελλάδα είχε τριπλάσια υγροτοπική έκταση. Οι απώλειες αφορούν κυρίως έλη αλλά και μερικές λίμνες και ποταμούς. Οι αποξηράνσεις είχαν τότε κριθεί απαραίτητες για να αντιμετωπισθούν τα μεγάλα προβλήματα της ελονοσίας, των πλημμυρών, της εξασφαλίσεως αρδευτικού νερού και της αποκτήσεως περισσοτέρων εκτάσεων για καλλιέργεια. Επιπλέον των αποξηράνσεων έγιναν και άλλες έντονες παρεμβάσεις (π.χ. εγκιβωτισμοί κοιτών, εκχερσώσεις φυσικής βλάστησης, κατασκευές φραγμάτων).
Υπάρχουν αρκετοί ελληνικοί υγρότοποι οι οποίοι απειλούνται με αλλοίωση των λειτουργιών τους που συνεπάγεται υποβάθμιση των αξιών τους. Ως κύρια αίτια αλλοίωσης αναφέρονται η σημειακή και μη σημειακή ρύπανση (από γεωργία, βιομηχανία, οικισμούς κλπ.), η επέκταση γεωργικών καλλιεργειών και οικισμών σε βάρος υγροτοπικών εκτάσεων, η υπεράντληση, οι εκχερσώσεις φυσικής βλάστησης. Ακριβής, ωστόσο, και συνολική εικόνα της σημερινής κατάστασης των ελληνικών υγροτόπων δεν υπάρχει. Αρκετά έτη μετά την πρώτη προσέγγιση απογραφής το 1994, και λαμβάνοντας υπόψη τις μεταβολές που έχουν επέλθει από τις ανθρώπινες δραστηριότητες και από τις τρέχουσες κλιματικές και υδρολογικές συνθήκες, είναι απαραίτητη η βελτίωση, συμπλήρωση και επικαιροποίηση των γεωγραφικών στοιχείων για τους υγροτόπους της χώρας και των άλλων γνωρισμάτων τους. Ιδιαιτέρως σκόπιμη είναι η αναγνώριση των ορίων τους. Εκεί δηλαδή, όπου υφίστανται οι μεγαλύτερες πιέσεις, όπως καταπατήσεις, εκχερσώσεις κ.λπ. Με τον τρόπο αυτό η χώρα θα γνωρίζει πού να κατευθύνει δράσεις προστασίας, ανόρθωσης και αποκατάστασης του υδάτινου περιβάλλοντος. Επίσης, θα τεκμηριώνεται επιστημονικά η οριοθέτηση τυχόν ζωνών προστασίας προστατευόμενων περιοχών. Η εξάλειψη των αιτίων αλλοιώσεων και η ανόρθωση και αποκατάσταση των λειτουργιών των υγροτόπων μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στη μακροχρόνια αποτελεσματική διαχείριση της ποιότητας και της ποσότητας του νερού.